- φασματόγραμμα
- το, Νφασματογράφημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ. πρβλ. αγγλ. spectrogram < spectro- (< λατ. spectrum «φάσμα») + -gram (< γράμμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φασματόγραμμα — το, ατος βλ. φασματογράφημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φασματογράφημα — φασματογράφημα, το και φασματόγραμμα, το, ατος εγγραφή ενός φάσματος με φασματογράφο (βλ. λ.), που γίνεται φωτογραφικά ή με άλλον τρόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)